- καταστροφή
- η (AM καταστροφή) [καταστρέφω]παντελής φθορά, εξολόθρευση, αφανισμός, όλεθρος, εξόντωσηνεοελλ.συμφορά, μεγάλη ζημιά, μεγάλο δυστύχημα («έπαθε μεγάλη καταστροφή, κάηκε το σπίτι του»)αρχ.1. ανατροπή, κατάλυση, φθορά («καταστροφαὶ νέων θεσμίων», Αισχύλ.)2. υποδούλωση, καθυπόταξη («ἐπ' ἄλλων καταστροφῇ οὐκ ἐξῇσαν οἱ Ἕλληνες», Θουκ.)3. η επάνοδος μιας παλλόμενης χορδής στη θέση τού άξονά της4. έκβαση, τέλος, συμπέρασμα5. θάνατος («ἡ νῡν τῶνδε καταστροφή», Θουκ.)6. (για δράμα) το τέλος ή το μέρος απ' όπου αρχίζει να υποδηλώνεται η λύση τού δράματος7. πάπ. μηχάνημα για ανέλκυση βαρών, είδος γερανού.
Dictionary of Greek. 2013.